μπαζός

μπαζός
η
(παλαιότερα) σωματείο δικαστικών γραφέων στους οποίους είχαν δοθεί προνόμια και δικαιοδοσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. basoche < λατ. basilica «εκκλησία σε ρυθμό βασιλικής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”